περιστεφανώνω

περιστεφανώνω
περιστεφανῶ -όω, ΝΑ
στεφανώνω, περιβάλλω με στεφάνι ή σαν σε στεφάνι, περιστέφω
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα σε κύκλο
2. περικυκλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιστέφω — Α 1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω 2. περικυκλώνω 3. παθ. περιστέφομαι μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”